- κατάπατα
- επίρρ. εντελώς στον πυθμένα, στον πάτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πάτος (πρβλ. ά-πατα, επίρρ. τού άπατος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οικοπεδοφάγος — ο αυτός που καταπατά ξένα οικόπεδα ή δημόσια γη για να τη μετατρέψει σε οικόπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικόπεδο + φάγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
επίορκος — η, ο που καταπατά τον όρκο του, που αθετεί ένορκη υπόσχεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)